- ὑπουργήματα
- ὑπούργημαservice doneneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χηρεία — η 1. το να είναι κανείς χήρος, η κατάσταση του χήρου ή της χήρας, η χήρεψη: Είναι σε χηρεία. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις, το να χηρεύει κάτι ή το να παραμένει κενή κάποια θέση ή αξίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χηρεύω — χήρευσα και χήρεψα, χηρεμένος 1. είμαι σε χηρεία, είμαι χήρος, είμαι χήρα: Χήρεψε πολύ νωρίς, αλλά δεν παντρεύτηκε ξανά. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις κ.ά., μένω κενός, δεν κατέχομαι: Χήρεψε μια θέση στο πανεπιστήμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)